Αριέζ

Αριέζ
(Αriège).Νομός (4.890 τ. χλμ., 139.000 κάτ. το 2002) της Γαλλίας στα Νότια Πυρηναία, στο λεκανοπέδιο της Ακουιτανίας. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Φουά. Ο νομός της Α. είναι κυρίως ορεινός· διακόπτεται όμως από μεγάλες και εύφορες πεδιάδες. Στο βόρειο πεδινό τμήμα του και στις κοιλάδες καλλιεργούνται δημητριακά. Στα ορεινά οι κάτοικοι ασχολούνται με την εκτροφή προβάτων. Στον νομό εξορύσσονται μεταλλεύματα και μάρμαρα. Ανεπτυγμένη είναι η υφαντουργία καθώς και η ηλεκτρομεταλλουργία, που οφείλεται στον υδροηλεκτρικό σταθμό της περιοχής. Υπάρχουν επίσης ιαματικές πηγές. Εξάλλου, στην πόλη Παμιέ υπάρχει ακμαία μεταλλουργία και βιομηχανία χαρτιού. Ο νομός οφείλει την ονομασία του στον ομώνυμο ποταμό, παραπόταμο του Γαρούνα. Ο Α. πηγάζει από τα όρη Καρλίτ και διατρέχει περίπου 170 χλμ. Εκβάλλει στον Γαρούνα σε απόσταση 8 χλμ. από την Τουλούζ. Άποψη της γαλλικής πόλης Παμιέ, μιας από τις σπουδαιότερες του νομού Αριέζ. Η κορυφή του όρους Σεζίρ στον γαλλικό νομό Αριέζ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πυρηναία — Ορεινή αλυσίδα, μήκους 450 χλμ., που χωρίζει την Ιβηρική Χερσόνησο από τη Γαλλία. Τα Π. εκτείνονται στη διεύθυνση των παραλλήλων από το ακρωτήριο Κρέους στη Μεσόγειο έως το Ακρωτήριο Ιγκέρ στον Βισκαϊκό κόλπο· το ένα τρίτο της επιφάνειάς τους… …   Dictionary of Greek

  • φουά — (Foix). Πόλη (9.100 κάτ. το 2003) της Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Αριέζ. Ιδρύθηκε τον 6o αι. και αργότερα έγινε πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας. Η κομητεία αυτή δημιουργήθηκε το 1012 από τον Ρογήρο A’, γιο του Ραϋμόνδου A’, κόμη του Καρκασόν …   Dictionary of Greek

  • μπρακ — Γενική ονομασία μιας ομάδας καλών κυνηγετικών σκυλιών. Υπάρχουν πολλές ράτσες μ., όπως η ιταλική με τρίχωμα κοντό και λείο, ανοιχτό πορτοκαλί ή καστανό και ύψος ως το ακρώμιο 55 67 εκ., η γαλλική (Ντιπουί, Οβέρνης, Αριέζ) όμοια περίπου με την… …   Dictionary of Greek

  • Ντελκασέ, Τεοφίλ — (TheophileDelcasse, Παμιέρ, Αριέζ 1858 – Νίκαια 1923). Γάλλος πολιτικός. Ανέλαβε (το 1898) το υπουργείο Εξωτερικών, που το κράτησε έως το 1905. Ο Ν. προσανατόλισε αποφασιστικά την εξωτερική πολιτική της Γαλλίας προς τη συμμαχία με τη Μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Φορέ, Γκαμπριέλ — (Fauré, Παμιέ, Αριέζ 1845 – Παρίσι 1924). Γάλλος συνθέτης. Αφού σπούδασε στο Παρίσι στη σχολή του Σεν Σανς, φανέρωσε αρχικά την κλίση του προς το εκκλησιαστικό όργανο, πρώτα στη Ρεν και κατόπιν στο Παρίσι, όπου έγινε καθηγητής της σύνθεσης με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”